- σβανάς
- ο, Ν1. το δρεπάνι2. (ιδιωμ.) πριονωτός σουγιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σβανάς — ο είδος μικρού δρεπανιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)